- λῃσταῖς
- [к] разбойникам
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
λῃσταῖς — ληιστής masc dat pl ληιστός to be carried off as booty fem dat pl λῃστής robber masc dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въпасти — ВЪПА|СТИ (405), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Упасть, рухнуть: ѿ лютыхъ ѡнѣхъ ранъ потомь въпадъ. лежаше на земли мьртвъ всь. ЖФСт XII, 135 об.; аще въпадеть врагъ твои. не радѹисѩ надъ нимъ ([ἐμ]πέσῃ) Пч к. XIV, 119; || провалиться: ѹчала бѣ рушитисѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… … Dictionary of Greek